καίεται

καίεται
сжигаются

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καίεται" в других словарях:

  • καίεται — καίω kindle pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • горѣти — ГОР|ѢТИ (145), Ю, ИТЬ гл. 1. Гореть, давать жар, тепло, свет, быть зажженным: по съконьчании же разда˫ани˫а. ставъше вси на своихъ мѣстѣхъ. ваи˫а (ж) рѹками дьржѩ(щ). и свѣща горѩща. УСт ХІI/ХІІІ, 272 об.; и показа ми пещь огньмь горѩщю. ПрЛ XIII …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BAMMULUM — diminutiv. ex bammum, quod Latini suum fecêre ex Graeco βάμμα, quod inter alia ὀξυβάφιον, h. e. acetabulum notat; sic vas oxygari bammum, apud Cassiodorum, Adamantius vocat Martyrius. Unde Bammulum, parvum ὀξυβάφιον; quod recentioribus Graecis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ENCELADUS — Titanis ac Terrae fil. Gigantum ommum, qui adversus Iovem coniuravêrunt, longe maximus, quem Iuppiter fulmine ictum Aetnae monti supposuit. Virg. Aen. l. 3. v. 578. Fama est, Euceladi semustum fulmine corpus Urgeri mole hac, ingentemque insuper… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …   Dictionary of Greek

  • καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • παννύχιος — ίη, ον, Α θηλ. και ος, ΜΑ αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («οὐ χρὴ… …   Dictionary of Greek

  • περίκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [περικαίω] 1. το να καίεται κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές («τὸ ἀπὸ γῆς κατά περίκαυσιν καὶ ἐκπύρωσιν ἀναθυμιώμενον», Πλούτ.) 2. πιθ. ράντισμα, ψέκασμα …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • πυροτέχνημα — το, ατος παρασκεύασμα από εύφλεκτες ύλες που βγάζει πολύχρωμες φλόγες όταν καίεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»